κλαῦσι

κλαῦσι
κλαῦσις
weeping
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Paraklausithyron — Ein Paraklausithyron (griech. παρα κλαυσι θυρον Weinen / Klagen an der Tür) ist ein Klagelied, das einen Liebhaber vor der verschlossenen Haustür seiner Geliebten vorstellt. Der Begriff wurde von Plutarch für seine philosophische Schrift Über die …   Deutsch Wikipedia

  • κλαυσίγελως — ο (Α κλαυσίγελως, έλωτος) 1. γέλιο ανάμικτο με κλάματα, κλάμα από χαρά, το να κλαίει και να γελά κάποιος ταυτόχρονα («κλαυσίγελως εἶχε πάντας», Ξεν.) 2. παρωνύμιο τής εταίρας Φρύνης, στον Αθήναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις)… …   Dictionary of Greek

  • κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κλαυσίμαχος — κλαυσίμαχος, ον (Α) (ως κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. για το όνομα Λάμαχος) αυτός που επιθυμεί σφοδρά να πολεμήσει («υἱὸς Λαμάχου,... εἰ σὺ μὴ εἴης ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λυσίμαχος — I (Πέλλα 361 – Κύρου πεδίον, Φρυγία Μικράς Ασίας 281 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός, ηγεμόνας (323 305 π.Χ.) και κατόπιν βασιλιάς της Θράκης (305 281) και της Μακεδονίας (286 281). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Ασία ως σωματοφύλακάς του, όπου… …   Dictionary of Greek

  • παρακλαυσίθυρον — τὸ, Α λυπητερό ερωτικό άσμα, γεμάτο πάθος, το οποίο τραγουδούσε ο εραστής έξω από την πόρτα τής αγαπημένης του κατά τη διάρκεια τής νύχτας («ᾄδειν τὸ παρακλαυσίθυρον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + θύρα] …   Dictionary of Greek

  • πραΰγελως — ιων. τ. πρηΰγελως, ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος* + γέλως «γέλιο» (πρβλ. κλαυσί γελως)] …   Dictionary of Greek

  • κλαῦσ' — κλαῦσαι , κλαίω cry aor imperat mid 2nd sg κλαῦσαι , κλαίω cry aor inf act κλαῦσα , κλαίω cry aor ind act 1st sg (homeric ionic) κλαῦσε , κλαίω cry aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κλαῦσι , κλαῦσις weeping fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”